λαόδικος
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
λαόδικον, tried by the people, σοφίη Socr. ap. D.L.2.42.
German (Pape)
[ᾱ], vom Volk gerichtet, σοφία, DL. 2.42, zweifelhaft.
Russian (Dvoretsky)
λᾱόδῐκος: присущий народному суду (σοφία Dionysodorus ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱόδῐκος: -ον, δικαζόμενος ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Σωκράτ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 42, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν προοιμ. Αἰσ. Μύθ. ιε΄.
Greek Monolingual
λαόδικος, -ον (Α)
αυτός που δικάζεται από τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -δικος (< δίκη), πρβλ. αυτόδικος, φυγόδικος].