κνιπεία

Revision as of 16:53, 10 February 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Armuth" to "Armut")

English (LSJ)

ἡ, miserliness, Doroth.in Cat.Cod.Astr.6.81.

German (Pape)

[Seite 1461] ἡ, Knickerei, Armut, Mangel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑπεία: ἢ κνιπία, ἡ, (κνιπὸς) φειδωλία, προσέτι, ἔνδεια, Δωροθ. 837Β, Θεοφάν. Χρον. σ. 248, κλ., Βυζ.

Greek Monolingual

κνιπεία, ή (AM) κνιπεύω
μσν.
κνιπία.
αρχ.
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.