ὀκτάσημος

Revision as of 09:11, 24 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, in Prosody, of eight times, Sch.A.Th.103. Adv. -μως in the eight-time measure, of the dochmius (), Sch.A.Th. 128.

German (Pape)

[Seite 317] mit acht Zeiten, achtzeitig, in der Prosodie, Schol. Aesch. Spt. 103; auch adv., Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάσημος: -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξά-σημος].