θηλυπτερίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, bracken, Pteris aquilina, Thphr.HP9.18.8, Dsc.4.185, Plin.HN27.78:—also θηλυπτέριον, τό, Alex.Trall.Verm.p.597 P.
German (Pape)
[Seite 1207] ἡ, die weibliche πτερίς, Theophr.
Greek Monolingual
θηλυπτερίς, ἡ (Α)
το φυτό θήλεια πτέρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + πτέρις «φτέρη»].