δαμάτειρα

Revision as of 10:19, 27 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ, tamer, fem. of δαμαντήρ, AP11.403 (Luc.).

Spanish (DGE)

v. δμητήρ.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Bändigerin, Luc. ep. 27 (XI, 403).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la dompteuse.
Étymologie: δαμάω.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμάτειρα: (μᾰ) ἡ укротительница (шутл. эпитет подагры) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμάτειρα: ἡ, δαμάστρια, πλούτου δ. Ἀνθ. Π. 11. 403.

Greek Monolingual

δαμάτειρα, η (Α)
η δαμάστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα του αορ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + (επίθημα) -τειρα].

Greek Monotonic

δᾰμάτειρα: ἡ (δαμάζω), αυτή που εξημερώνει, δαμάστρια, σε Ανθ.

Middle Liddell

δαμάζω
one who tames, Anth.