πρόπλοος

Revision as of 12:34, 1 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, contr. πρόπλους, πρόπλουν, sailing before or sailing in advance, τὰς πρόπλους ναῦς Th.6.44; τρεῖς νῆες αἱ πρόπλοι ib.46; αἱ πρόπλοι = the leading ships, Isoc.4.92, App.BC5.85, etc.
contr. πρόπλους, ὁ, sailing before or sailing forward, App.BC5.112 (s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue en avant : νῆες πρόπλοι, ou simpl. αἱ πρόπλοι navires d'exploration ou de course, vedettes.
Étymologie: προπλέω.

German (Pape)

[Seite 740] zsgzgn πρόπλους, vorherschiffend, vorausschiffend, voranschiffend; ναῦς, Thuc. 6, 44. 46; Xen. Hell. 5, 1, 24; τὰς πρόπλους ἐνίκησαν, Isocr. 4, 92.

Russian (Dvoretsky)

πρόπλοος:
I стяж. πρόπλους 2 плывущий впереди (νῆες Thuc.).
II стяж. πρόπλους ἡ (sc. ναῦς) плывущий впереди корабль, передовое судно Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὁ προπλέων, τὰς πρόπλους ναῦς Θουκ. 6. 44· τρεῖς νῆες αἱ πρόπλοι αὐτόθι 46· καὶ αἱ πρόπλοι (ἄνευ τοῦ νῆες), τὰ προπλέοντα πλοῖα, Ἰσοκρ. 59D, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 85, κτλ.

Greek Monotonic

πρόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που πλέει από πριν ή εκ των προτέρων, αἱπρόπλοι νῆες, πλοία που προηγούνται, σε Θουκ.