ἀπαραφύλακτος

Revision as of 20:57, 9 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῠ], ον, A not to be guarded against, Sch.Il.11.297. II (from Med.) careless, heedless, Sch.E.Hipp.657.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imprevisto (ἄελλα) Sch.Il.11.297.
2 desprevenido εἰ ἐλήφθην ... ἀ. Sch.E.Hipp.657 (var.), cf. Ephr.Syr.3.212E.
II adv. ἀπαραφυλάκτως
1 descuidadamente, desprevenidamente ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀ. τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι Aesop.26.3.
2 sin cuidado, sin escrúpulos ἐξομνύμενοι ἀ. τὴν πίστιν renegando sin escrúpulos de la fe Eus.HE 4.7.7, cf. DE 1.6 (p.25.5).

German (Pape)

[Seite 280] unvorsichtig, adv., Aesop. 87; beim Schol. Eur. Hipp. 657 Erkl. von ἄφρακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραφύλακτος: -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀμελής, ἀπρόσεκτος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. ἀπαραφυλάκτως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπαραφύλακτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος
μσν.
1. αυτός που δεν τον φυλάει κανείς, ο αφύλακτος
2. απρόσεκτος, αμελής.