imprevisto
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
Spanish > Greek
ἀπαράσκευος, ἀπρομήθητος, ἀπαραφύλακτος, ἀπρόοπτος, αἰφνίδιος, ἀπρόσκεπτος, ἀπρόληπτος, ἀπροσδόκητος, ἀπροόρατος, ἀπροϊδής, ἀίδηλος, ἐξαπίναιος