ἀγάρροος

Revision as of 09:38, 14 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, contr. ἀγάρρους, ἀγάρρουν, (ῥέω strong-flowing, Ἑλλήσποντος Il.2.845, 12.30; πόντος h.Cer.34; τίγρις AP7.747 (Lib.), cf. Q.S. 10.174.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. ἀγάρρους, ἀγάρρουν
• Prosodia: [ᾰ-]
caudaloso, de caudalosas corrientes, impetuoso, Ἑλλήσποντος Il.2.845, 12.30, Musae.208, πόντος h.Cer.34, Τίγρις AP 7.747 (Lib.), Νεῖλος Orph.A.45, cf. Q.S.10.174.
• Etimología: De ἀγα- q.u. y ῥόος.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
c. att. ἀγάρρους.

German (Pape)

(ἄγαν - ῥέω), stark strömend, Ἑλλήσποντος Hom. Il. 2.845, 12.30; Τίγρις Anth. Liban. (VII.747).

Russian (Dvoretsky)

ἀγάρροος: стяж. ἀγάρρους 2 (ᾰγ) стремительно текущий, бурливый (Ἑλλήσποντος Hom.; πόντος HH; Τίγρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάρροος: -ον, συνῃρ. -ρρους, ουν, = (ἄγαν. ῥέω) ὀ ἰσχυρῶς ῥέων. Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἰλ. Β, 845., Μ, 30.

English (Autenrieth)

([σ]ῥέω): strong-flowing, Ἑλλήσποντος, Il. 2.845.

Greek Monotonic

ἀγάρροος: -ον, συνηρ. ἀγάρρους, -ουν (ἄγαν, ῥέω), αυτός που ρέει με ορμή, αυτός που έχει γοργή ροή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἄγαν ῥέω]
strong-flowing, swift-flowing, Il.