νεωριοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, gloss on νεωρός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νεωριοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων νεώριον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νεωριοφύλαξ, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ.
German (Pape)
ακος, ὁ, Wächter, Aufseher über das νεώριον, bei Hesych. Erkl. von νεωρός.