ἄφθρα

Revision as of 19:00, 27 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=άφθα και άφτρα, η (AM ἄφθα, Μ και ἄφθρα)<br />αβαθής και επώδυνη έλκωση του βλεν...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

άφθα και άφτρα, η (AM ἄφθα, Μ και ἄφθρα)
αβαθής και επώδυνη έλκωση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λέξεως με το ρ. άπτω αποτελεί πιθ. παρετυμολογία. Το νεοελλ. άφτρα < μσν. άφθρα < αρχ. άφθα. Ο τ. άφθα έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphtha)].