πατροτροφέω

Revision as of 14:11, 7 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Greek (Liddell-Scott)

πατροτροφέω: -ῶ, τρέφω τὸν πατέρα μου, Φωτίου νομοκάν. τίτλ. ΙΑ΄, κεφ. ιε΄ ἐν Συντ. καν. τ. 1, σ. 260.

Greek Monolingual

πατροτροφέω, Μ
τρέφω τον πατέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφώ].