λευκόπυγος

Revision as of 06:22, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

English (LSJ)

ον, = λευκόπρωκτος (with white anus, white-bottomed), Alex.321.

German (Pape)

[Seite 34] = λευκόπρωκτος, Alexis bei Eust. 863, 29; VLL. erkl. ἄνανδρος, vgl. Paroemiogr. App. 3, 62.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπῡγος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, λευκόπρωκτος, μεταφ. «ὁ ἄνανδρος, ἔμπαλιν δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.

Greek Monolingual

λευκόπυγος, -ον (Α)
λευκόπρωκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πυγή «γλουτοί» (πρβλ. καλλίπυγος)].