οῦ, ὁ, = λοίδορος (railing, abusive, railer), Hsch. s.v. κόβειρος.
λοιδοριστής, ὁ (Α)
υβριστής, κακολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λοιδοριστής αντί του ορθτ. λοιδορητής < λοιδορώ κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. υβρισ-της)].
ὁ, der Schmähende, Hesych. v. Κόβειρος.