ερωτικοκάρδιος
Greek Monolingual
ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ερωτευμένη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -κάρδιος (< καρδιά)
πρβλ. σπαραξικάρδιος].
ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ερωτευμένη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -κάρδιος (< καρδιά)
πρβλ. σπαραξικάρδιος].