μετόπιν
English (LSJ)
Adv., = μετόπισθε, S.Ph.1189 (lyr.), A.R.4.1764.
German (Pape)
[Seite 161] = μετόπισθε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.
French (Bailly abrégé)
adv. ;
c. μετόπισθε.
Russian (Dvoretsky)
μετόπῐν: adv. Soph. = μετόπισθε I.
Greek (Liddell-Scott)
μετόπῐν: ἐπίρρ. = μετόπισθε, Σοφ. Φιλ. 1189, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1764. πρβλ. κατόπιν, ὄπις.
Greek Monolingual
μετόπιν (Α)
επίρρ. μετόπισθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατόπιν].
Greek Monotonic
μετόπῐν: επίρρ., = μετόπισθε, σε Σοφ.
Middle Liddell
= μετόπισθε, Soph.]