ἑτοιμομεμφής

Revision as of 07:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, ready to censure, Eust.873.3.

German (Pape)

[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.

Greek Monolingual

ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλομεμφής].