φιλομεμφής
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
φιλομεμφές, fond of finding fault, censorious, Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.Comp.Cim.Luc.1.
German (Pape)
[Seite 1282] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à faire des reproches, grondeur.
Étymologie: φίλος, μέμφομαι.
Russian (Dvoretsky)
φιλομεμφής: (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομεμφής: -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ -έστατος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμομεμφής].