χρυσόκαρδος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
μτφ. αυτός που έχει καρδιά γεμάτη καλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. λεοντόκαρδος].
-η, -ο, Ν
μτφ. αυτός που έχει καρδιά γεμάτη καλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. λεοντόκαρδος].