νευράς

Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

English (LSJ)

άδος, ἡ, Ion. name for ποτίρριον, Dsc.3.15, Plin.HN27.122. II = δορύκνιον, ib.21.179.

German (Pape)

[Seite 246] άδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

νευράς: -άδος, ἡ, φυτόν τι καλούμενον καὶ ποτήριον, Διοσκ. 3. 17, Πλίν. 27. 7. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν καλούμενον μανικόν, Πλίν. 21. 105.

Greek Monolingual

η (Α νευράς, -άδος)
νεοελλ.
ανατ. παλαιά ονομασία του νευρώνα
αρχ.
1. το θαμνώδες φυτό ποτήριο
2. το φυτό δορύκνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. -άς (πρβλ. ιππάς, συκάς)].