τράβηγμα
Greek Monolingual
το, Ν
1. το να τραβά κανείς κάτι, έλξη
2. άντληση ή μετάγγιση υγρού
3. (οικον.) α) η έκδοση μιας συναλλαγματικής
β) η ανάληψη χρημάτων από λογαριασμό
4. (τυπογρ.) α) η εκτύπωση αντιτύπων με τη βοήθεια τυπογραφικής πλάκας
β) ο αριθμός αντιτύπων ενός εντύπου, το τιράζ
5. η λήψη φωτογραφίας ή το γύρισμα ταινίας
6. τεχνολ. ο ελκυσμός
7. φρ. «έχω τραβήγματα» — έχω περιπέτειες, ταλαιπωρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραβηξ- του αορ. τράβηξα του τραβώ + κατάλ. -μα (πρβλ. ζούληγμα, ρούφηγμα)].