πορδαλέος
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
πορδᾰλέος: зловонный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πορδᾰλέος: -α, -ον, = παρδάλεος, Ὀππ. Κυν. 3. 647. ΙΙ. (πορδὴ) «πορδαλᾶς», «κλαν~ιάρης», Λουκ. Λεξιφάν. 10.
Greek Monolingual
-έα, -ον, Α
αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσαλέος, νυσταλέος)].