μύλακρος

Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ὁ, A millstone, Alcm. 23.31. II μύλακροι· γομφίοι ὀδόντες, Hsch.

Greek Monolingual

μύλακρος, ὁ (Α)
1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύλακροι γομφίοι ὀδόντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλαξ, -ακος + επίθημα -ρος (πρβλ. μικρός)].