νεφόκαμα
Greek Monolingual
το
καιρός που είναι ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός, κουφόβραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + κάμα (πρβλ. συννεφόκαμα)].
το
καιρός που είναι ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός, κουφόβραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + κάμα (πρβλ. συννεφόκαμα)].