κάμα

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
η
δίκοπο μαχαίρι με απλή λαβή και δίκοπη λεπίδα που καταλήγει σε αιχμή, αμφίστομο μαχαίρι, εγχειρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον τ. καμάκι, ο οποίος θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι έχει την υποκορ. κατάλ. -άκι. Κατ' άλλους, η λ. κάμα < τουρκ. kama].
(II)
-άτου, το
καύμα, μεγάλη ζέστη, υπερβολική θερμότητα, καύσωνας («στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῦμα (< καίω), με απλοποίηση του συμπλέγματος -vm- σε -m- πρβλ. απόγεμα: απόγευμα, θάμα: θαύμα].