ξεμυγιαστήρι
Greek Monolingual
το
όργανο με το οποίο διώχνονται οι μύγες, η μυιοσόβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμυγιάζω + κατάλ. -τήρι (πρβλ. σκαλιστήρι)].
το
όργανο με το οποίο διώχνονται οι μύγες, η μυιοσόβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμυγιάζω + κατάλ. -τήρι (πρβλ. σκαλιστήρι)].