ολβιόβιος

Revision as of 08:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀλβιόβιος (Α)
(ως προσωνυμία του Ηρακλέους)
1. αυτός που παρέχει ευτυχισμένη ζωή, όλβιο βίο
2. (κατ' άλλη ερμην.) αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + βίος (πρβλ. λιτόβιος)].