πολυαστράγαλος

Revision as of 15:02, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

[ᾰγ], ον, strung with many knucklebones, μάστις π., = ἀστραγαλωτή, AP6.234 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nœuds nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστράγαλος.

Russian (Dvoretsky)

πολυαστράγαλος: (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ μάστις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαστράγᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους
2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» — είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλιαστράγαλος)].

Greek Monotonic

πολυαστράγᾰλος: -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-αστράγᾰλος, ον,
with many joints, Anth.