σμιλιωτός

Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ή, όν, A shaped like a σμιλίον, Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90. II = κοπίσκος, a kind of λίβανος, Dsc.1.68.

German (Pape)

[Seite 911] wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλιωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91.

Greek Monolingual

και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ.σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].