σμιλιωτός
From LSJ
English (LSJ)
σμιλιωτή, σμιλιωτόν,
A shaped like a σμιλίον, Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90.
II = κοπίσκος, a kind of λίβανος, Dsc.1.68.
German (Pape)
[Seite 911] wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλιωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91.
Greek Monolingual
και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].