μελισσοπόνος
English (LSJ)
ον, = μελισσοκόμος, AP6.239 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 124] = μελισσοκόμος, Apollnds. 6 (VI, 239).
Russian (Dvoretsky)
μελισσοπόνος: ὁ Anth. = μελισσοπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοπόνος: -ον, = μελισσοκόμος, Ἀνθ. Π. 6. 239.
Greek Monolingual
μελισσοπόνος, -ον (Α)
μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιοπόνος)].
Greek Monotonic
μελισσοπόνος: -ον, = μελιττουργός, σε Ανθ.
Middle Liddell
μελισσο-πόνος, ον = μελιττουργός, Anth.]