μουσότευκτος
Greek (Liddell-Scott)
μουσότευκτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν μουσῶν ποιηθείς, ἄγαν εὔμορφος, Κοσμᾶς ἐν Spic. Rom. τ. 2, σ. 214.
Greek Monolingual
μουσότευκτος, -ον (Μ)
αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεότευκτος, χρυσότευκτος].