νομοτέλεια

Revision as of 16:45, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων, τών φαινομένων και τών γεγονότων να υπάρχουν, να λειτουργούν και να διεξάγονται με βάση ορισμένους αντικειμενικούς νόμους, η αναγκαία αντικειμενική σχέση μεταξύ τους, μεταξύ αιτίου και αιτιατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -τέλεια (< -τελής < τέλος «σκοπός»), πρβλ. αυτοτέλεια, ιδιοτέλεια].