Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οξύρρινος
Revision as of 10:25, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον) αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρινος ζωολ.γένος σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες. [ΕΤΥΜΟΛ.<οξυ- + -ρρινος (<ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. πλατύρρινος].