νεφριαῖος

Revision as of 10:30, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

α, ον, (νεφρός) of the kidneys, στέαρ Dsc.2.76; τὸ ν. (to be read for νεφρίδιον) Hp.Mul.2.164.

Greek (Liddell-Scott)

νεφριαῖος: -α, -ον, = νεφρίδιος, Διοσκ. 2. 87.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον λίπος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος].