νυκτεροφεγγής

Revision as of 10:30, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, shining by night, μυήνη Man.3.393.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεροφεγγής: -ές, ὁ λάμπων τὴν νύκτα, Μανέθων 3. 393.

Greek Monolingual

νυκτεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσοφεγγής].

German (Pape)

ές, nächtlich leuchtend, Maneth. 3.393.