πλημμυροπαθής

Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. (για χώρες, περιοχές)
αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. σεισμοπαθής].