πεζομάχης
English (LSJ)
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεζομάχης -ου, ὁ, zie πεζόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που μάχεται πεζός, ο πεζομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. ευθυμάχης].
Greek Monotonic
πεζομάχης: -ου, ὁ, = πεζομάχος, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πεζομάχης: -ου, ὁ, = πεζομάχος, Πινδ. Π. 2. 121.
Middle Liddell
πεζο-μάχης, ου, ὁ, = πεζομάχος, Pind.]