πολυκατασκεύαστος

Revision as of 11:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, elaborately wrought, Sch.D Il.3.358.

German (Pape)

[Seite 664] mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκατασκεύαστος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κατασκευαστός (< κατασκευάζω), πρβλ. νεοκατασκεύαστος].