πεταλουργός

Revision as of 11:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

όν, = πεταλοποιός (making leaves of metal, goldbeater), Gloss.

German (Pape)

[Seite 604] = πεταλοποιός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰλουργός: -όν, = πεταλοποιός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
ο τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές τών ζώων έλξης και ιππασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχουργός].