προσκυνητήριο
Greek Monolingual
το / προσκυνητήριον, ΝΜΑ
τόπος προσκύνησης και, ιδίως, τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. -τήριο(ν), πρβλ. μελετητήριον].
το / προσκυνητήριον, ΝΜΑ
τόπος προσκύνησης και, ιδίως, τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. -τήριο(ν), πρβλ. μελετητήριον].