πολυχαρής

Revision as of 11:25, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, (χαίρω) feeling or causing much joy, An.Ox3.138, Hsch. s.v. πολυγηθές; graceful, ὁμοίωσις Phld.Lib.p.26 O.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viele Freunde habend, Hesych. v. πολυγηθής.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ πολλὴν χαρὰν αἰσθανόμενος ἢ ἐμποιῶν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 138, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυγηθές.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί πολύ μεγάλη χαρά
2. χαριτωμένος («πολυχαρὴς ὁμοίωσις», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. μικροχαρής].