πτωχοτρόφος

Revision as of 11:32, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

(parox.), ον, supporting the poor, Cod.Just.1.3.41.13, Just.Nov.120.6.2.

German (Pape)

[Seite 813] Bettler, Arme nährend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτωχούς· ὅθεν πτωχοτροφέω, τρέφω πτωχούς· καὶ πτωχοτροφία, ἡ, τὸ τρέφειν πτωχούς, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιστ. 8, ὁ αὐτ. τ. 2, σ. 19, 1, σ. 257.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που περιθάλπει φτωχούς
2. το αρσ. ως ουσ. ο διαχειριστής της περιουσίας πτωχοτροφείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].