κτηνοτρόφος

English (LSJ)

ον, keeping cattle, pastoral, βίος DS. 1.74; γῆ κ. a land of pasture, LXX Nu. 32.4; as substantive, cattle-keeper, Ph. 1.304; pl., PFay. 18 (b) (i BC), Dsc. 2.147, BGU 969.11 (ii AD).

German (Pape)

[Seite 1519] Vieh nährend, mästend, haltend, Sp., wie D. Sic. 1, 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui élève du bétail.
Étymologie: κτῆνος, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

κτηνοτρόφος: скотоводческий, пастушеский (βίος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κτηνοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων κτήνη, ποιμενικός, βίος Διόδ. 1. 74· γῆ κτ., βοσκή, Ἑβδ. Ἀριθμ. ΛΒ. 4).

Greek Monolingual

-ο (AM κτηνοτρόφος, -ον)
1. (για τόπο ή χώρα) αυτός στον οποίο τρέφονται πολλά ζώα, ο κατάλληλος για εκτροφή και ευδοκίμηση ζώων (α. «κτηνοτρόφος περιοχή» β. «γῆ κτηνοτρόφος ἐστί», ΠΔ)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κτηνοτρόφος
αγρότης που έχει ως επάγγελμα την κτηνοτροφία (α. «οι κτηνοτρόφοι της Θεσσαλίας» β. «οὗτος ἦν πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων», ΠΔ)
αρχ.
κτηνοτροφικός, ποιμενικός («ἐν βίῳ κτηνοτρόφῳ διατελοῦσι πάντα τὸν τοῦ ζῆν χρόνον», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ζωοτρόφος, ιχθυοτρόφος].

Greek Monotonic

κτηνοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει ζώα, κτηνοτρόφος.

Middle Liddell

κτηνο-τρόφος, ον τρέφω
keeping cattle, pastoral.

Translations

herdsman

Arabic: رَاعٍ‎; Egyptian Arabic: راعي‎; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук