πτωχοφανής

Revision as of 11:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, like a beggar, Thd.Pr.13.7.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς πτωχός, ἐπαίτης, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλοφανής].