σεληνόβλητος

Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, moonstruck, epileptic, Sch.Ar.Nu.397.

German (Pape)

[Seite 870] vom Monde getroffen, d. i. mondsüchtig, Schol. Ar. Nubb. 397.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόβλητος: -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.

Greek Monolingual

-ον, Α
σεληνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. πετρόβλητος].