τετράθετος

Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

τετράθετος: -ον, «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους» Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 479.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον σχολιαστή στην Ιλ.) «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. πεντάθετος].