πεντάθετος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
πεντάθετον, composed of five ingredients, ἀντεμβροχή Orib.Fr.90: πεντάθετον, τό, Aët.15.37.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει συντεθεί από πέντε συστατικά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάθετον
φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο αποτελείται από πέντε συστατικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. τρίθετος].