τρίπηχος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πηχος (< πήχη/πήχυς), πρβλ. σαραντάπηχος].
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πηχος (< πήχη/πήχυς), πρβλ. σαραντάπηχος].