σαραντάπηχος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο / σαραντάπηχος, -η, -ον, ΝΜ
1. αυτός που έχει μήκος ή ύψος σαράντα πήχεων
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Σαραντάπηχοι
(λαογρ.) άνθρωποι που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ρωμαλέοι και πανύψηλοι και κατοικούσαν στο όρος Ίδη της Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + -πηχος (< πήχυς), πρβλ. τετράπηχος].